- σοκάρω
- (λ. γαλλ.), σόκαρα και σοκάρισα, σοκαρίστηκα, σοκαρισμένος, προκαλώ έκπληξη, ενοχλώ κάποιον με ανάρμοστη πράξη ή λόγο: Τον σόκαρε με τα τολμηρά ανέκδοτά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.