σοκάρω

σοκάρω
(λ. γαλλ.), σόκαρα και σοκάρισα, σοκαρίστηκα, σοκαρισμένος, προκαλώ έκπληξη, ενοχλώ κάποιον με ανάρμοστη πράξη ή λόγο: Τον σόκαρε με τα τολμηρά ανέκδοτά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σοκάρω — σοκάρω, σόκαρα και σοκάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σοκάρω — (I) Ν 1. προκαλώ δυσάρεστη έκπληξη σε κάποιον με απρεπή λόγο ή με ανάρμοστη πράξη 2. προκαλώ τον αποτροπιασμό 3. παθ. σοκάρομαι α) υφίσταμαι δυσάρεστη έκπληξη από μια ενέργεια ή από ένα γεγονός β) παθαίνω σοκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. choquer]. (II) Ν …   Dictionary of Greek

  • σοκάρισμα — το, Ν [σοκάρω] δυσάρεστη έκπληξη από κάτι απροσδόκητο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”